ολεσίοικος

ολεσίοικος
ὀλεσίοικος, -ον (Α)
βλ. ωλεσίοικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωλεσίοικος — και ὀλεσίοικος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του 2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”